μαγιάτικος

μαγιάτικος
-η, -ο, θηλ. και -ια [Μάιος]·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Μάιο ή αυτός που συμβαίνει κατά τον Μάιο
2. (για φυτά) αυτός που ανθίζει τον Μάιο
3. (για ζώα) αυτός που αλιεύεται ή θηρεύεται κατά τον Μάιο
4. το ουδ. ως ουσ. το μαγιάτικο
κοινή ονομασία διαφόρων ψαριών, μεταξύ τών οποίων και τού θύννου, που αλιεύονται κατά τον Μάιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαγιάτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται ή πραγματοποιείται το Μάη: Έπλεξε ένα μαγιάτικο στεφάνι. 2. το ουδ. ως ουσ., μαγιάτικο είδος ψαριού που ψαρεύεται το Μάη, ο Θύννος ο κοινός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”